ἀντιμεσουράνημα

ἀντιμεσουράνημα
ἀντιμεσουράνημα
opposite meridian
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀντιμεσουρανήματος — ἀντιμεσουράνημα opposite meridian neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεμέλιος — α και ος ο (AM θεμέλιος, ον) [θεμός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη βάση οικοδομήματος ή ο κατάλληλος να τεθεί πάνω σ αυτήν («θεμέλιος λίθος») 2. το ουδ. ως ουσ. το θεμέλιο(ν) α) συν. στον πληθ. το τμήμα οικοδομήματος που βρίσκεται κάτω από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”